τροφοποιός

τροφοποιός
τροφο-ποιός, όν,
A rearing, bringing up,

ὀρνίθων Man.4.244

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροφοποιός — όν, Α αυτός που ανατρέφει, που συντηρεί κάποιον («τροφοποιὸς ὀρνίθων», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • τροφοποιούς — τροφοποιός rearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”